- σπατίζω
- Α [σπάτος]μυζώ, βυζαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπατίζει — σπατίζω draw pres ind mp 2nd sg σπατίζω draw pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek